δεσπότας — δεσπότᾱς , δεσπότης master masc acc pl δεσπότᾱς , δεσπότης master masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Despot (court title) — Despot (from Greek: δεσπότης, despotēs, lord, master ; in Bulgarian and Serbian: деспот, despot), was a senior Byzantine court title that was bestowed on the sons or sons in law of reigning emperors, and initially denoted the heir apparent. From… … Wikipedia
Kleobulos — Statue des Kleobulos von Lindos Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt… … Deutsch Wikipedia
Kleobulos von Lindos — Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt anders als spätere Tyrannen nicht… … Deutsch Wikipedia
επεύχομαι — ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM) εύχομαι, δέομαι για κάτι μσν. προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας») αρχ. 1. ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ. β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῑν ἐπηυχόμην», Σοφ.) 2. εύχομαι να… … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
καταγγέλλω — (AM καταγγέλλω) κατηγορώ («δοῡλοι κατήγγειλαν τοὺς δεσπότας», Ηρωδιαν.) νεοελλ. 1. ειδοποιώ αρμόδια αρχή για μια παράνομη πράξη 2. μηνύω κάποιον («θα σέ καταγγείλω για συκοφαντική δυσφήμηση») 3. (για συνθήκες, συμφωνίες, συμβάσεις) κηρύσσω άκυρη… … Dictionary of Greek
σχηματοειδώς — Μ επίρρ. με τυπικό ή με εύσχημο τρόπο («ὁ ὀστιάριος σχηματοειδῶς πως προσκυνῶν τοὺς δεσπότας», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος + ειδῶς (< ειδής) … Dictionary of Greek