δέσποτας

δέσποτας
ο
τιμητική προσωνυμία τών κληρικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. δέσποτας προήλθε από την κλητική (ω) δέσποτα τού τ. δεσπότης*
πρβλ. «ο πάτερ Αντώνιος», όπου το πάτερ λειτουργεί αυτούσιο ως ονομαστική (αντί τού πατήρ) από την κλητική πάτερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεσπότας — δεσπότᾱς , δεσπότης master masc acc pl δεσπότᾱς , δεσπότης master masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Despot (court title) — Despot (from Greek: δεσπότης, despotēs, lord, master ; in Bulgarian and Serbian: деспот, despot), was a senior Byzantine court title that was bestowed on the sons or sons in law of reigning emperors, and initially denoted the heir apparent. From… …   Wikipedia

  • Kleobulos — Statue des Kleobulos von Lindos Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt… …   Deutsch Wikipedia

  • Kleobulos von Lindos — Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt anders als spätere Tyrannen nicht… …   Deutsch Wikipedia

  • επεύχομαι — ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM) εύχομαι, δέομαι για κάτι μσν. προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας») αρχ. 1. ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ. β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῑν ἐπηυχόμην», Σοφ.) 2. εύχομαι να… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • καταγγέλλω — (AM καταγγέλλω) κατηγορώ («δοῡλοι κατήγγειλαν τοὺς δεσπότας», Ηρωδιαν.) νεοελλ. 1. ειδοποιώ αρμόδια αρχή για μια παράνομη πράξη 2. μηνύω κάποιον («θα σέ καταγγείλω για συκοφαντική δυσφήμηση») 3. (για συνθήκες, συμφωνίες, συμβάσεις) κηρύσσω άκυρη… …   Dictionary of Greek

  • σχηματοειδώς — Μ επίρρ. με τυπικό ή με εύσχημο τρόπο («ὁ ὀστιάριος σχηματοειδῶς πως προσκυνῶν τοὺς δεσπότας», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος + ειδῶς (< ειδής) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”